- φαρμακοπώλῃ
- φαρμακοπώληςdruggistmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαρμακοπωλείο — το, Ν το κατάστημα τού φαρμακοπώλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek